Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δίδω την

См. также в других словарях:

  • δίδω — I Μυθολογικό πρόσωπο. Η παράδοση αναφέρει πως υπήρξε ιδρύτρια της Καρχηδόνας, κόρη του βασιλιά της Τύρου, Βήλου ή Αγήνορος. Παντρεύτηκε τον θείο της Συχαίο, τον οποίο δολοφόνησε ο αδελφός της Πυγμαλίων για να γίνει κύριος του θησαυρού του. Η Δ.… …   Dictionary of Greek

  • BYRSA — I. BYRSA amnis e Iura ortus, prope Basileam, cui plurimum adfert commodi, in Rhenum influit. Vide Birsa. II. BYRSA arx in media Carthagine, in cuius vertice Aesculapii templum, quod Asdrubalis uxor, captâ urbe, concremavit. De cuius nominis… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μόδος — ο (Μ μόδος) 1. τρόπος («εις κάποιο μόδο γεις τ αλλού ήπαιζε με τ αμμάτι», Ερωτόκρ.) 2. μέθοδος 3. δυνατότητα 4. μέσο 5. φρ. α) «είμαι τού μόδου μου» είμαι ελεύθερος β) «κάνω μόδο» i) βρίσκω τρόπο ii) πετυχαίνω νεοελλ. επάρκεια πόρων ζωής,… …   Dictionary of Greek

  • δίνω — (I) και δίδω και δώνω (AM δίδωμι και δίδω) Ι. 1. δίνω στο χέρι κάτι, εγχειρίζω 2. χαρίζω, παρέχω («τού δώσε δέκα λίρες», «για τούτο είδεν ο Θεός τον περισσόν του πόνον και ήδωκεν στη ρήγισσα και πάλιν άλλον γόνον») 3. κληροδοτώ («τού δώσε τ… …   Dictionary of Greek

  • Άννα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Αδελφή της Διδούς, της ερωμένης του Αινεία. Προσπάθησε να τον πείσει να μην εγκαταλείψει την αδελφή της και, όταν αυτός έφυγε (υπακούοντας στις θεϊκές εντολές), η Διδώ αυτοκτόνησε από τη λύπη της. Σύμφωνα πάντως… …   Dictionary of Greek

  • Βιργίλιος — (Publius Vergilius Maro, Άνδεις [σημερινό Πιέτολε, κοντά στη Μάντοβα] 70 π.Χ. – Μπρίντιζι 19 π.Χ.).Λατίνος ποιητής, από τους κορυφαίους των ρωμαϊκών χρόνων. Ταπεινής καταγωγής, πήγε στο Μιλάνο για να σπουδάσει ρητορική και μετά στη Ρώμη, όπου… …   Dictionary of Greek

  • Μεταστάσιο ή Μεταστάζιο — (Pietro Metastasio, Ρώμη 1698 – Βιέννη 1782). Φιλολογικό ψευδώνυμο του Ιταλού ποιητή Πιέτρο Ντομίνικο Αρμάντο Τραπάσι (Pietro Dominico Armando Trapasi). Κηδεμόνας του ήταν ο Γκραβίνα, ο οποίος του κληροδότησε ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας του… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Καρχηδόνα — Αρχαία πόλη της Αφρικής. Ιδρύθηκε από Φοίνικες αποίκους της Τύρου και της Κύπρου πιθανώς το 814 π.Χ., 18 χλμ. ΒΑ της σημερινής Τύνιδας. Η παράδοση αναφέρει ότι επικεφαλής τους ήταν η βασίλισσα της Τύρου Έλισα (η Διδώ του Βιργίλιου), που έφυγε από …   Dictionary of Greek

  • Ιάρβας — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν βασιλιάς των Γετούλων. Στην επικράτειά του η Διδώ ίδρυσε την Καρχηδόνα. Σύμφωνα με μία μυθολογική παράδοση, ο Ι. ερωτεύτηκε τη Διδώ και θέλησε να τη βιάσει. Η τελευταία όμως αυτοκτόνησε για να αποφύγει την ατίμωσή της …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»